- περινενευκώς
- περί-νέω 1swimperf part act masc nom/voc sgπερί-νεύωincline in any directionperf part act masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περινεύω — Α 1. σκύβω από ένα μέρος και κοιτάζω γύρω γύρω με φόβο 2. γέρνω μια από το ένα μέρος μια από το άλλο 3. (για τόπο) έχω κλίση προς τα κάτω, είμαι κατωφερής («ἡ δὲ Μεσσηνία περινεύουσα τὸ πλέον ἐπὶ τὸν νότον», Στρόβ.) 4. προβάλλω 5. φρ.… … Dictionary of Greek